έναγχος

έναγχος
ἔναγχος (Α)
επίρρ.
1. πρόσφατα, πριν από λίγο (α. «αὐτοὶ γὰρ ἔναγχος ἠκούετε ἐν τῇ ἐκκλησία», Λυσ.
β. [και με το άρθρο το] «τὸ δ' ἔναγχος οὐχ ἅπαντες ἡμεῑς ὤμνυμεν», Αριστοφ.)
2. φρ. α) «τὸ ἔναγχος πάθος» — η πρόσφατη δυστυχία
β) «ἔναγχος τοῡ χρόνου» — σε πρόσφατο χρόνο, πρόσφατα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἔναγχος — just now indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'ναγχος — ἔναγχος , ἔναγχος just now indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσέναγχος — Α επίρρ. μόλις πριν από λίγο, πρόσφατα («ὅπερ ἐζήτησέ τις τῶν φιλοσόφων προσέναγχος», Λογγίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἔναγχος «πρόσφατα, πριν από λίγο»] …   Dictionary of Greek

  • ՄՕՏԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0311 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 13c ա.գ. παρών, ὀ ἑγγύς, ὀ ἑγγύθεν , ἑχόμενος praesens, adstans, qui prope est ὀ ἕγγιστα proximus ἕναγχος nuper οἱκεῖος familiaris. Որ մօտ է. մերձակայ. որպէս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”