- έναγχος
- ἔναγχος (Α)επίρρ.1. πρόσφατα, πριν από λίγο (α. «αὐτοὶ γὰρ ἔναγχος ἠκούετε ἐν τῇ ἐκκλησία», Λυσ.β. [και με το άρθρο το] «τὸ δ' ἔναγχος οὐχ ἅπαντες ἡμεῑς ὤμνυμεν», Αριστοφ.)2. φρ. α) «τὸ ἔναγχος πάθος» — η πρόσφατη δυστυχίαβ) «ἔναγχος τοῡ χρόνου» — σε πρόσφατο χρόνο, πρόσφατα.
Dictionary of Greek. 2013.